- ποντόβροχος
- ποντόβροχοςdrowned in the seamasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ποντόβροχος — ον, Α αυτός που πνίγηκε στη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόντος + βροχος (< βρέχω), πρβλ. μυρό βροχος] … Dictionary of Greek
ποντοβρόχους — ποντόβροχος drowned in the sea masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόντος — Επαρχία της Μικράς Ασίας, στο βόρειο τμήμα της Τουρκίας. Στα Β βρέχεται από τον Εύξεινο Πόντο, ενώ στα Α ορίζεται από την Κολχίδα, στα Δ από την Παφλαγονία και στα Ν από την Καππαδοκία. Ο Π. πήρε το όνομα αυτό και έγινε σημαντικός μόνο κατά τους… … Dictionary of Greek
ԾՈՎԱՄԱՑ — ( ) NBH 1 1025 Chronological Sequence: Early classical ա. ԾՈՎԱՄԱՑ կամ ԾՈՎԱԹԱՑ. ποντόβροχος in mari madefactus, mari immersus. Ի ծով ամացեալ, թափեալ, ընկղմեալ. կամ ʼի ծով ամացեալ, թափեալ, ընկղմեալ. կամ ʼի ծով թացեալ, ողողեալ. *Որ զփարաւոն զօրօքն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)